[κι αν όταν γυρνούσα από το Τόκυο με την Air France έπεφτε το αεροπλάνο μου; Το ξέρω πως τα αεροπορικά δυστυχήματα είναι σπάνια κι η Air France αξιόπιστη εταιρία, δεν ειν’αυτό το θέμα μας – το θέμα μας είναι, πως θα πέθαινα μόνη μου, χωρίς να προλάβω να σου πω αντίο. ναι, βέβαια όλοι μόνοι μας πεθαίνουμε στην τελική, αλλά χωρίς να προλάβω να σου πω αντίο;]
Κι έτσι χτες στο αεροδρόμιο, καλό ταξίδι. Να προσέχεις, καλά; Έλα, μη σκέφτεσαι αηδίες τώρα. Σ’αγαπάω – σ’αγαπάω. Άντε, γεια σου. Γεια σου.
Είναι στενόχωρα τ’αεροδρόμια. Όσο τρώγαμε το σάντουιτς από το Coop κι όσο έτρωγα το ρυζόγαλό μου (ναι, ρυζόγαλο, τι να κάνουμε τώρα;) μιλούσε μια κοπέλα στο καρτοτηλέφωνο κι έκλαιγε.
[πριν από πολλά χρόνια, φρεσκοερωτευμένη, άφηνα τον Π. στ’αεροδρόμιο και τον κοιτούσα να φεύγει. Πέρασε την αυτόματη συρόμενη πόρτα, αυτή άνοιξε, έκλεισε, και τον έκλεισε από πίσω. Μ’είχε πιάσει απελπισία, ήταν μια γυάλινη πόρτα και τον είχε πάρει. Πότε θα τον ξανάβλεπα; Τελικά δε θα τον ξανάβλεπα, γιατί χωρίσαμε στο μεταξύ. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.]
Ή τα τρένα. Γυρίζαμε με τον Α. από το Βερολίνο με το ICE. Ο Α. διάβαζε την εφημερίδα του – εγώ άκουγα στο repeat ένα cd του Jacques Brel. Μιλούσαμε. Μιλούσαμε. Μιλούσαμε. Τρώγαμε κάτι φρούτα που είχαμε αγοράσει απ’το σταθμό. Όλη την ώρα μία γυναίκα διαγώνιά μου με κοιτούσε επίμονα. Θα φτάναμε σε λίγο στην Κολωνία, με τον Α. είχαμε φτάσει στα μανταρίνια. Πήρα ένα, σηκώθηκα, στάθηκα μπροστά της, θέλετε ένα μανταρινι; Όχι, όχι, ευχαριστώ, και χαμογέλασε. Και δεν ξανακοίταξε.
Η Judith Hermann γράφει υπέροχα, αλλά sie ist mir nicht geheuer. Αυτές οι ποιητικές και ακριβείς περιγραφές των μετέωρων στιγμών της ζωής με σκοτώνουν. Η ιστορία Malte, όμως, είναι αριστούργημα. Η Alice ζητά να συναντήσει το Friedrich, τον εβδομηντάχρονο πια εραστή του θείου της Malte, που αυτοκτόνησε ένα μήνα πριν γεννηθεί.
Ihre Grossmutter hätte sich zu der Begegnung zwishen Alice und Friedrich nicht geäussert. Kein Für und kein Wider, weder noch. Sie war, fand Alice, im Alter ein auf demütige Weise glücklicher Mensh gewesen. Die Treppe herunter kam Friedrich. Ein alter Mann. Sehr feine Haare, weiss, fast leuchtend, und Alice dachte staunend, dass sie doch eigentlich angenommen hatte, er wäre jung. So jung wie er damals gewesen war, vor fast vierzig Jahren, sie hatte angenommen, Friedrich habe zu altern aufgehört, als Malte starb. Seine Geschichte habe dort aufgehört. Ihre habe angefangen.
Όταν βλέπω φωτογραφίες των γονιών ανθρώπων που αγαπώ – οι άνθρωποι γίνονται σαν τον Φράνκενσταϊν. Αυτά τα μάτια. Αυτό το χαμόγελο. Τα γόνατα του πατέρα του. Τα δάχτυλα της μητέρας του. Ένα ζευγάρι που γελάει αμήχανα μπροστά στη μηχανή, και δεν έχει ιδέα ότι θα γεράσει, θα κάνει παιδιά. Πού είναι; Δε θα μάθουμε ποτέ. Η θεία μου φοιτήτρια να παίζει τάβλι σε καλοκαιρινές διακοπές. Φοράει μαντίλι στα μαλλιά, πορτοκαλί φόρεμα και γελάει, είμαι σίγουρη, μ’αυτόν τον γοητευτικό ειρωνικό τρόπο που είχε.
[ακριβώς έτσι, όταν κάποτε γίνω -ευελπιστώ- ηλικιωμένη, μπορεί το blog ακόμα να ταξιδεύει έτσι ορφανό στο δίκτυο. Και θα λέω, θα λέει, «αυτή ήμουν.»]
Η φωτό από την καλοκαιρινή διαφημιστική καμπάνια για τις καινούριες τσίχλες της Ricola. Very swiss. (Είμαι σχεδόν σίγουρη ότι το πουκάμισο είναι Alprausch, κι έχω το ίδιο καρό, σε κόκκινο άσπρο, σε φόρεμα. «Μοιάζει με ποδιά», είχε πει ο Γ. Μα, αυτό είναι το νόημα!)
Ο τίτλος από το κομμάτι Anthems for a seventeen-year old girl των Broken Social Scene.
δύσκολοι οι αποχαιρετισμοί.. έτσι είναι! και όπως και να προσπαθήσεις να το δεις αλλιώς, πάλι δεν διευκολύνεται η κατάσταση.
όπως και να ‘χει όμως το σημαντικό είναι να κοιτάς πίσω και να χαίρεσαι γι’ αυτή που ήσουν, να μη μετανοιώνεις γι’ αυτά που δεν έκανες :)
Ricola Zitronenmelissa είναι μοναδική και εδώ μπορώ να πω ότι η Alprausch έχει μερικά συμπαθητικά ρουχαλάκια, δεν θα με πεις κακόγουστη :) :)
Αυτό ειν’αλήθεια, ευτυχώς ξαναήρθε κιόλας! (μα τι drama queen, είδες;) Όσο για τα Alprausch, κι εγώ έχω ρουχαλάκια, εννοείται! Πριν δυο βδομάδες περίπου είχε και διήμερο outlet στη Ζυρίχη. Εμείς βρεθήκαμε κατά τύχη και μπήκαμε-εκτυλίσσονταν σκηνές απείρου κάλλους, με ευαίσθητα σημεία σε κοινή θέα, μια και η προσωρινή αποθήκη τους δεν είχε δοκιμαστήρια. Εννοείται πως έφυγα με τσαντούλα, η οποία παραλίγο να στείλει τον αναφερόμενο νεαρό στα θυμαράκια, όταν μπλέχτηκε στις ακτίνες του ποδηλάτου του. Extreme shopping! :)
Ποια θυμαράκια ρε φλώρε!
Επειδή εσύ όταν πέφτεις σπας ώμους δε σημαίνει ότι είμαστε όλοι ίδιοι. Κάποιοι ξέρουμε να πέφτουμε! Και σταμάτα να το λες παντού! :)
τα γεγονότα τι λένε, δύο στα δύο σε μια βδομάδα! όσο για τους ώμους, ούτε καν γνωριζόμασταν όταν είχε συμβεί αυτό – θα μπορούσα και να σου’χα πει ψέματα αφού. ενώ τα δύο στα δύο; τα είδα με τα μάτια μου!