Λοιπόν, τελείωσα χθες την αυτοβιογραφία του Eric Kandel, την οποία αγόρασα πρόσφατα. Ο Kandel και οι Arvid Carlsson και Paul Greengard τιμήθηκαν το 2000 με το βραβείο Νόμπελ Ιατρικής ή Φυσιολογίας «για τις ανακαλύψεις τους σχετικά με τη μετάδοση σημάτων στο νευρικό σύστημα».
Μετά το βραβείο, ο Kandel αποφάσισε να συνδυάσει την αυτοβιογραφία του (το γράψιμο της οποίας συνιστάται από την Ακαδημία στους λήπτες του βραβείου Νόμπελ) με την επεξήγηση του επιστημονικού του αντικειμένου, που ήταν η κατανόηση της λειτουργίας των μηχανισμών της μνήμης στον εγκέφαλο.
Ο Kandel πολύ έξυπνα ξεκινά την αφήγησή του από τα ταραγμένα παιδικά του χρόνια, συνδυάζοντας τις δικές του αναμνήσεις με το αντικείμενό του, ή το ανθρώπινο με το επιστημονικό. Ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1929 στη Βιέννη από Εβραίους γονείς, ιδιοκτήτες καταστήματος παιχνιδιών. Ως παιδί έζησε την άνοδο του αντισημιτισμού στη χώρα του, την φρικτή Kristallnacht, την ταπείνωση των γονιών του και όλης της εβραϊκής κοινότητας, ώσπου να φύγει μαζί με τον αδελφό του για την Αμερική με χρήματα της εβραϊκής κοινότητας, για να ακολουθήσουν ένα χρόνο αργότερα οι γονείς του. Ήταν τόσο η θέληση επιστροφής σ’αυτό που χάθηκε και δεν υπάρχει πια όσο και η κατανόηση του γιατί συνέβησαν όλα αυτά που οδήγησαν τον Kandel να σπουδάσει ιστορία. Ένα τυχίο γεγονός, ο απρόσμενος θάνατος του επιβλέποντά του για την τελική του εργασία, και η σχέση του με την Anna Kris, της οποίας οι γονείς ήταν ψυχαναλυτές, τον έκαναν να αναθεωρήσει την άποψή του για το τι πρέπει να κάνει. Η κατανόηση του τι συνέβη μέσω της ιστορίας ήταν «επιφανειακή» – έπρεπε να στραφεί στην ψυχανάλυση, για να καταλάβει στ’αλήθεια γιατί οι άνθρωποι δρουν όπως δρουν. Συνέχισε τις σπουδές του στην ιατρική με σκοπό να γίνει ψυχίατρος-ψυχαναλυτής, όμως στο τέλος των σπουδών του ξεκίνησε να δουλεύει στο εργαστήριο του Harry Grundfest, «με σκοπό να εντοπίσει πού βρίσκεται το εγώ, το υπερεγώ, το ασυνείδητο.» Γρήγορα αποδείχθηκε ότι τα όνειρα αυτά ήταν απατηλά με τα δεδομένα της εποχής, αλλά ο Kandel μαγεύτηκε από τη βασική βιολογική έρευνα και το εργαστήριο, όπου και συνέχισε την καριέρα του.
Το πρώτο αυτό κομμάτι του βιβλίου είναι και το πιο ενδιαφέρον. Ομολογώ ότι μαγεύτηκα τόσο από την ιστορία όσο κι από το εύρος των δυνατοτήτων που παρείχε στον συγγραφέα η νέα του χώρα – από την ιστορία στην ιατρική κι από εκεί στη βιολογία.
Ο Kandel συνεχίζει μ’ένα εξαιρετικά καλογραμμένο crash course στις νευροεπιστήμες, συνοδευμένο από πολύ καλά σχήματα. Είναι από τα πιο ζωντανά, κατανοητά και πλήρη σχετικά αποσπάσματα που έχω διαβάσει, και θα το σύστηνα σε οποιονδήποτε θέλει να καταλάβει τι είναι το νευρικό σύστημα και πώς δουλεύει ο εγκέφαλος.
Το βιβλίο συνεχίζεται μ’ένα συνδυασμό της προσωπικής εξέλιξης του συγγραφέα, τη γνωριμία του με τη σύζυγό του (με την οποία είναι ακόμα μαζί), το πρώτο τους παιδί, την πρώτη τους κρίση ως ζευγάρι εξαιτίας της εμμονής του με την επιστήμη, αλλά και τις νέες ιδέες και τα πολλά εργαστήρια που άλλαξε που σηματοδότησαν την πορεία του ως επιστήμονα. Σύντομα ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι η σύζυγός του είχε, σ’αυτή την πρώτη κρίση, δίκιο: από αυτό το σημείο και μετά, η προσωπική και οικογενειακή ζωή εξαφανίζονται. Η γέννηση της κόρης του αναφέρεται με μία φράση, και με εξαίρεση ένα ποίημά της στην ηλικία των πέντε, ξαναδιαβάζουμε για τα παιδιά του όταν ο μεγαλύτερος γιος πηγαίνει στο πανεπιστήμιο. Η ζωή του Kandel είναι μία αδιάκοπη αλληλουχία από νέες υποθέσεις και ανακαλύψεις, νέους συνεργάτες κι εργαστήρια, νέες θέσεις και νέα πανεπιστήμια. Κάπου εκεί εμφανίζεται κι η δεύτερη αδυναμία του βιβλίου: η αλληλουχία αυτή, που μοιάζει αδιάκοπη, στην επιστήμη δεν είναι ποτέ. Οι αποτυχίες και τα λάθη που υπήρξαν στην καριέρα του, και τα οποία αναφέρει ως απαραίτητα συστατικά της έρευνας, δεν αναφέρονται πουθενά στο βιβλίο. Η πορεία του μοιάζει να είναι μία ανάβαση από την κάθε κορυφή στην αμέσως ψηλότερη. Ήταν έτσι; Μάλλον όχι. Ο Kandel συνεχίζει να εξηγεί πολύ καλά το αντικείμενό του, και να ξυπνά τον, ναι, ενθουσιασμό στον αναγνώστη γι’αυτά που η επιστήμη μαθαίνει σε κάθε νέο βήμα. Αλλά το εγχείρημα αρχίζει να μοιάζει υπεράνθρωπο.
Το τελευταίο κομμάτι του βιβλίου αποτελείται από τις νέες ανακαλύψεις και τα ακόμη περισσότερα ερωτηματικά που αυτές φέρνουν, για τη συνείδηση και την ασθένεια, και συνεχίζεται μ’ένα αδικαιολόγητα μακρύ και βαρετό κεφάλαιο που αναφέρεται στην απονομή (μείναμε στο υπέροχο ξενοδοχείο τάδε της Στοκχόλμης, πήγαμε με τη Ντενίζ για να βρει φόρεμα για την απονομή, μετά φάγαμε ένα εξαιρετικό δείπνο με τους τάδε και τους τάδε, αποφασίσαμε να κάνουμε ένα πάρτυ για τους φίλους μας, βγάλαμε φωτογραφίες κ.ο.κ.), αλλά σώζεται με την επιστροφή του Kandel στις ρίζες του, και μ’αυτές, στην ανθρωπιά του. Μετά το Νόμπελ, η Αυστρία προσπάθησε να τον προσεγγίσει – για να πει εκείνος τη διάσημη φράση ότι «αυτό το Νόμπελ δεν είναι αυστριακό – είναι εβραϊκό κι αμερικάνικο». Ο ευθύς κι επίμονος αγώνας του για το δίκαιο, για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας με τη διοργάνωση ενός συνεδρίου το 2003 στη Βιέννη για το ρόλο της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Ελβετίας και την άσκηση πίεσης για την οικονομική ενίσχυση της εβραϊκής κοινότητας που επρόκειτο να χρεωκοπήσει, διαλυμένη ηθικά και οικονομικά από τις αντισημιτικές επιθέσεις στη συναγωγή, κλείνουν το βιβλίο κι αφήνουν τον αναγνώστη με την αίσθηση ότι, ό,τι κι αν ήταν αυτός ο άνθρωπος προσωπικά, αφήνει μία επιστημονική παρακαταθήκη χαρακτηριστική της εποχής που ερεύνησε αλλά και έζησε.
Συστήνεται.